πλουτοποιός

πλουτοποιός
-όν, ΜΑ
1. αυτός που κάνει κάποιον πλούσιο
2. αυτός που πλουτίζει, που δημιουργεί πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλουτοποιός — wealthcreating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιόν — πλουτοποιός wealthcreating masc/fem acc sg πλουτοποιός wealthcreating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιοῖς — πλουτοποιός wealthcreating masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιοί — πλουτοποιός wealthcreating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιοῦ — πλουτοποιός wealthcreating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιά — πλουτοποιός wealthcreating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοποιῶν — πλουτοποιός wealthcreating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πλουτιστήριος — α, ον, Α αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. βασανισ τήριος, χαρισ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοποιΐα — ἡ, Μ [πλουτοποιός] 1. το να προσφέρει, να παρέχει κανείς πλούτο 2. το να πλουτίζει κανείς κάποιον, να τόν κάνει πλούσιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”